- διαδραματίζομαι
- διαδραματίζομαι, διαδραματίστηκα βλ. πίν. 34——————Σημειώσεις:διαδραματίζομαι : χρησιμοποιείται κυρίως στο γ' πρόσ. εν. και πληθ. αριθμού (διαδραματίζονται συμπλοκές → γίνονται συμπλοκές).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διαδραματίζω — (Α διαδραματίζω) νεοελλ. 1. μετέχω σε κάποια δράση ως πρόσωπο δράματος 2. μετέχω σε δράση ή διαδικασίες, ασκώ επιρροή σε εξελίξεις 3. διαδραματίζομαι εξελίσσομαι, γίνομαι, συμβαίνω (κατά δραματικό τρόπο) αρχ. παριστάνω δράμα μέχρι τέλους … Dictionary of Greek
εντρέχω — ἐντρέχω (AM) τρέχω μέσα σε κάτι, κινούμαι ελεύθερα μέσα σε κάτι μσν. 1. διαδραματίζομαι, εκτυλίσσομαι («ἔπλασεν ὁ Ἔρως, συγγενῆ, πρᾱγμα φρικτὸν ὀνείρου, τὸ ἀκόμη βλέπω έστηκὼς καὶ ἐντρέχει εἰς ὀφθαλμούς μου») 2. (για πτηνά) διασχίζω τον αέρα αρχ … Dictionary of Greek
διαδραματίζω — διαδραμάτισα, διαδραματίστηκα 1. συμμετέχω ενεργά, παίζω κάποιο ρόλο σε κάποια υπόθεση: Η μαρτυρία του διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην απόφαση του δικαστηρίου. 2. το μέσ., διαδραματίζομαι εκτυλίσσομαι με τρόπο δραματικό: Οι σκηνές της ταινίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)